θριγκώ

θριγκώ
θριγκῶ, -όω (Α) [θριγκός]
1. τοποθετώ θριγκό σε οικοδόμημα
2. συμπληρώνω, ολοκληρώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θριγκῷ — θριγκός topmost course of stones in a wall masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριγκῶι — θριγκῷ , θριγκός topmost course of stones in a wall masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριγγώ — θριγγῶ, όω (Α) βλ. θριγκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού θριγκώ*] …   Dictionary of Greek

  • αθρίγγωτος — ἀθρίγγωτος, ον (η λέξη αναφέρεται στο «Ετυμολογικόν Μέγα») αυτός που δεν έχει θριγγό, αγείσωτος, αστέγαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριγγῶ, νεώτερος τ. (με γγ αντί γκ ) τού θριγκῶ (= περιβάλλω, περιφράσσω κάτι με θριγκό] …   Dictionary of Greek

  • θρίγκωμα — και θρίγχωμα, τὸ (Α) [θριγκώ] 1. ακροτοίχιο 2. αλάτι …   Dictionary of Greek

  • θρίγκωσις — θρίγκωσις, ἡ (Α) [θριγκώ] περιφραγμα, περίβολος …   Dictionary of Greek

  • θριγκός — Το τμήμα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, το οποίο στους αρχαίους ναούς στηρίζεται πάνω στις κολόνες. Στους ναούς δωρικού ρυθμού ο θ. αποτελείται από τρία οριζόντια τμήματα: το επιστύλιο, τη ζωφόρο και την κορωνίδα. Το επιστύλιο είναι συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • περιθριγκώ — όω, Α περιφράζω, προστατεύω τοποθετώντας φράχτη ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θριγκῶ «περιφράσσω με θριγκό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”